- φαλακροειδής
- φᾰλακροειδής, ές,A rather bald, D.C.76.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαλακροειδής — ές, Α όμοιος με φαλακρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρός + ειδής*] … Dictionary of Greek
φαλακροειδεῖς — φαλακροειδής rather bald masc/fem acc pl φαλακροειδής rather bald masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)